Οι οπτικοί έλεγχοι πραγματοποιούνται με σκοπό την εκτίμηση της κατάστασης των διαφόρων μερών και συστημάτων του αυτοκινήτου. Διενεργούνται με παρατήρηση, μόνο από εκπαιδευμένους ελεγκτές δίχως τη χρήση οποιουδήποτε μηχανήματος. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν συνοπτικά τα εξής:
• Έλεγχος ταυτότητας αυτοκινήτου: Αριθμοί πλαισίου και κινητήρα, πινακίδες κυκλοφορίας
• Έλεγχος αμαξώματος, θυρών και προφυλακτήρων: Στερέωση, φθορές, οξειδώσεις
• Έλεγχος χρωματισμού, κοτσαδόρου, αεροτομής, μεμβρανών
• Έλεγχος ανεμοθώρακα και υαλοπινάκων: Κατάσταση, ορατότητα και καταλληλότητα
• Έλεγχος φωτιστικών στοιχείων: Κατάσταση και στερέωση
• Έλεγχος καθρεφτών: Κατάσταση, στερέωση και ορατότητα
• Έλεγχος τροχών, ελαστικών και εφεδρικού τροχού: Καταλληλότητα, διαστάσεις, κατάσταση, στερέωση
• Έλεγχος δεξαμενής καυσίμου για διαρροές
• Έλεγχος κινητήρα: Στήριξη, διαρροές
• Έλεγχος συσσωρευτή και κατάστασης ηλεκτρικής εγκατάστασης
• Έλεγχος συστήματος πέδησης: Αντλία φρένων, σερβομηχανισμός και υδραυλικό σύστημα
• Έλεγχος συστήματος διεύθυνσης: Αντλία υδραυλικού τιμονιού, σωληνώσεις
• Έλεγχος καμπίνας: Ζώνες ασφαλείας, τιμόνι, ταχύμετρο, καθίσματα, κόρνα
• Έλεγχος ποδόπληκτρου πέδησης, πατιναρίσματος συμπλέκτη, επαναφοράς τιμονιού, ενδεικτικής λυχνίας ABS, λειτουργίας καστάνιας πέδης στάθμευσης
• Έλεγχος ύπαρξης πυροσβεστήρα, τριγώνου και φαρμακείου
Οι παραπάνω έλεγχοι διασφαλίζουν την ασφάλεια και την καλή κατάσταση του αυτοκινήτου, καθώς και τη συμφωνία με τις νομοθετικές απαιτήσεις.
Το ζήτημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι τόσο σοβαρό που εδώ και χρόνια η πολιτεία έχει θεσπίσει όρια εκπομπής ρύπων για κάθε κατηγορία οχήματος που κυκλοφορεί και μάλιστα υποχρεώνει τον ιδιοκτήτη να ελέγχει εξαμηνιαίως ή ετησίως το όχημα του και να φέρει σε αυτό την Κάρτα Ελέγχου Καυσαερίων. Επίσης έχει εξουσιοδοτήσει φορείς όπως το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και τα Κ.Τ.Ε.Ο. να ελέγχουν τα οχήματα σε ότι αφορά τους εκπεμπόμενους ρύπους.
Οι κυριότεροι ρυπαντές που προκύπτουν από την καύση των υγρών καυσίμων των οχημάτων και ελέγχονται από τα Κ.Τ.Ε.Ο. είναι το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και οι υδρογονάνθρακες (HC) στα βενζινοκίνητα και υγραεριοκίνητα οχήματα και η αιθάλη (κάπνα) στα πετρελαιοκίνητα. Ο έλεγχος αυτός γίνεται με τη βοήθεια του αναλυτή καυσαερίων για τα βενζινοκίνητα-υγραεριοκίνητα οχήματα και του αιθαλόμετρου για τα πετρελαιοκίνητα.
Ο αναλυτής καυσαερίων μετρά εκτός από το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) και τους υδρογονάνθρακες (HC), και το λόγο λ που δεν αποτελεί ρυπαντή, αλλά είναι μια ένδειξη που προκύπτει, από τις παραμέτρους διαφόρων τιμών και δείχνει τη σωστή καύση και λειτουργία του κινητήρα και του καταλύτη του αυτοκίνητου μας. Το αιθαλόμετρο μετρά την ποσότητα αιθάλης που περιέχεται στα καυσαέρια και είναι υπεύθυνη για το σκουρόχρωμο καπνό που εκπέμπουν τα πετρελαιοκίνητα οχήματα.
Κατά τη διαδικασία της μέτρησης των καυσαερίων ενός οχήματος ο κινητήρας έρχεται σε κανονική θερμοκρασία λειτουργίας. Η εξάτμιση του οχήματος θα πρέπει να είναι στεγανή, χωρίς διαρροές. Στα βενζινοκίνητα οχήματα ο νομοθέτης προβλέπει δύο μετρήσεις, μία στις 2500rpm και μία στο ρελαντί, ενώ στα πετρελαιοκίνητα δύο (2) διαδοχικές μετρήσεις στο όριο των στροφών του κινητήρα (μόνον στην περίπτωση που με αυτές τις μετρήσεις δεν επιτυγχάνονται οι τιμές που ορίζει η νομοθεσία, προβαίνουμε σε άλλες τρεις (3) μετρήσεις από τις οποίες βγαίνει μία μέση τιμή για τα επίπεδα της θολερότητας στα καυσαέρια ενός πετρελαιοκίνητου οχήματος).
Ο έλεγχος φώτων που διεξάγεται κατά την διάρκεια του τεχνικού ελέγχου αποτελείται από τρεις διαφορετικούς τομείς. Ο πρώτος αφορά στην λειτουργία όλων των λυχνιών του οχήματος. Γίνεται οπτικά από τον ελεγκτή, ο οποίος διαδοχικά ελέγχει την ορθή λειτουργία, τον σωστό χρωματισμό, και την ένταση των φώτων θέσης, διασταύρωσης, πορείας, δεικτών κατεύθυνσης, πέδησης, ομίχλης, αλάρμ και φώτα πινακίδας. Παράλληλα ελέγχεται και η απρόσκοπτη λειτουργία των διακοπτών χειρισμού των ανωτέρω.
Οι εναπομείναντες δυο τομείς ελέγχονται με την χρήση ενός οργάνου μέτρησης που καλείται φωτόμετρο.
Ο δεύτερος τομέας ελέγχου αφορά στην ορθή σκόπευση των φώτων διασταύρωσης και πορείας. Πιο συγκεκριμένα μέσω του φωτομέτρου μετράται η απόκλιση της εκπεμπόμενης από το όχημα φωτεινής δέσμης, κατά τον κατακόρυφο άξονα, σε σχέση με την κλίση που αναγράφει στα φανάρια ο κατασκευαστής. Επιπλέον μετράται η οριζόντια απόκλιση του φαναριού κατά τον οριζόντιο άξονα, δηλαδή κατά πόσο το φανάρι είναι στραμμένο προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά.
Ο τρίτος και τελευταίος τομέας αφορά στην μέτρηση της έντασης των φώτων διασταύρωσης και πορείας. Μέσω του φωτομέτρου μετράται η φωτεινή ένταση της εκπεμπόμενης δέσμης, η οποία πρέπει να εμπίπτει στα επιτρεπόμενα όρια.
Ο έλεγχος των φώτων ενός οχήματος αποτελεί ένα τομέα κεφαλαιώδους σημασίας για την ασφαλή μετακίνηση μας. Η ορθή λειτουργία όλων των φωτιστικών στοιχείων του οχήματος εξασφαλίζει την έγκαιρη προειδοποίηση των υπολοίπων οδηγών για ενδεχόμενη αλλαγή της πορείας μας, ή για απότομη επιβράδυνση μας. Επιπλέον κατά τη διάρκεια νυχτερινής οδήγησης τα φώτα μας καθορίζουν την θέση του οχήματος μας στο οδόστρωμα, ενώ έχοντας ορθή σκόπευση εξασφαλίζουν το βέλτιστο οπτικό πεδίο για μας, χωρίς να παρενοχλούν τα αντιθέτως ερχόμενα οχήματα.
Η μέτρηση της σύγκλισης – απόκλισης του υπό έλεγχο οχήματος πραγματοποιείται με το αποκλισιόμετρο. Πρόκειται για μια επίπεδη πλάκα μήκους ενός μέτρου πάνω από την οποία διέρχεται ο εμπρόσθιος αριστερός τροχός του οχήματος. Αν το όχημα αποκλίνει της πορείας του στον δρόμο, τότε θα ασκήσει μια εγκάρσια δύναμη στην πλάκα ωθώντας την είτε αριστερά είτε δεξιά κάποια χιλιοστά. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με την μέθοδο αυτή δεν ελέγχουμε τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διεύθυνσης και ανάρτησης ενός οχήματος, αλλά εξετάζουμε το μέγεθος της απόκλισης του από την ευθύγραμμη πορεία μακροσκοπικά.
Η διατήρηση ευθύγραμμης πορείας από ένα όχημα είναι μεγίστης σημασίας τόσο για την ασφάλεια των επιβατών, όσο και για την μακροζωία υποσυστημάτων και εξαρτημάτων του οχήματος. Η αθέλητη αλλαγή πορείας μπορεί να συμβεί και λόγω της απόσπασης του οδηγού από τον δρόμο, αλλά και λόγω μίας απότομης αλλαγής στην κλίση ή μιας ανωμαλίας του οδοστρώματος. Μια αθέλητη αλλαγή πορείας μπορεί να επιφέρει έως και θανατηφόρα αποτελέσματα.
Τέλος ένα όχημα που αποκλίνει της ευθείας φθείρει ανομοιόμορφα το πέλμα των ελαστικών του και καταπονεί τους βραχίονες και τις αρθρώσεις του συστήματος διεύθυνσης του.
Το σύστημα ανάρτησης είναι η διάταξη που συνδέει το πλαίσιο του αυτοκινήτου με τους τροχούς. Σκοπός της ύπαρξης της ανάρτησης είναι να εξασφαλίζει άνεση στους επιβάτες, συνεχή επαφή των τροχών με το δρόμο, ευστάθεια κατά την πορεία και να περιορίζει τις καταπονήσεις των διαφόρων μερών του αυτοκινήτου από τους κραδασμούς μέσω της απόσβεσης των ταλαντώσεων από τις ανωμαλίες του εδάφους.
Ένα σύστημα ανάρτησης σε καλή κατάσταση έχει σημαντικά οφέλη για τον οδηγό, τους επιβάτες, αλλά και για το ίδιο το αυτοκίνητο. Προσφέρει ασφάλεια και ευστάθεια κατά την πορεία μεταδίδοντας όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες του οδοστρώματος στον οδηγό και επιτρέποντας την εύκολη και ασφαλή αλλαγή κατεύθυνσης στις στροφές. Απορροφά σε μεγάλο βαθμό τις ανωμαλίες του δρόμου με αποτέλεσμα την άνετη μετακίνηση των επιβατών, την ασφαλή μεταφορά του επιθυμητού φορτίου, αλλά και την προστασία του αμαξώματος από τις έντονες καταπονήσεις. Για τους λόγους αυτούς, η ασφάλεια και η άνεση κατά την οδήγηση οποιουδήποτε αυτοκινήτου απαιτεί τον περιοδικό έλεγχο της κατάστασης του συστήματος ανάρτησης κάθε τροχού.
Ο έλεγχος του συστήματος πέδησης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς του τεχνικού ελέγχου, καθώς τα φρένα του οχήματος που οδηγούμε είναι το υποσύστημα μέσω του οποίου μπορούμε να μειώσουμε την ταχύτητα του και να το ακινητοποιήσουμε. Η σωστή λειτουργία του συστήματος πέδησης ελέγχεται με την βοήθεια σύγχρονου εξοπλισμού μετρώντας τα παρακάτω μεγέθη:
• Μέγιστη δύναμη πέδησης. Είναι η μέγιστη δύναμη που μπορούν να αναπτύξουν τα φρένα του οχήματος μας. Αυτή η δύναμη για να είναι ικανή να ακινητοποιήσει το όχημα μας πρέπει να ισούται ή να υπερβαίνει το 58% του συνολικού βάρους του οχήματος.
• Μονόπλευρη πέδηση. Προκειμένου το όχημα μας να διατηρεί την ευθύγραμμη και την επιθυμητή πορεία του σε περιπτώσεις που επενεργεί το σύστημα πέδησης, πρέπει οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στον αριστερό και δεξιό τροχό του κάθε άξονα να μη διαφέρουν περισσότερο από 30%
• Διακύμανση των δυνάμεων πέδησης. Η φθορά που προκαλείται στο σύστημα της πέδησης ενός οχήματος με την καθημερινή του χρήση δεν είναι ομοιόμορφη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κατά την επενέργεια του πεντάλ του φρένου η δύναμη που αναπτύσσεται σε κάθε τροχό να μην είναι σταθερή αλλά να έχει διακυμάνσεις. Το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο διακύμανσης της δύναμης σε κάθε ένα τροχό ξεχωριστά είναι 20%
Η άριστη κατάσταση του συστήματος πέδησης του οχήματος μας είναι εξαιρετικά σημαντική. Εκτός από τη δυνατότητα ακινητοποίησης του οχήματος σε περίπτωση ανάγκης και την ομαλή επιβράδυνση χωρίς να παρεκκλίνουμε από την πορείας μας, εξασφαλίζεται η ομαλή συμπεριφορά του οχήματος κατά την επιβράδυνση σε στροφές και σε υψηλές ταχύτητες.